Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmìnibus, minibùs
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈminibus], [miniˈbus] 1 μίνι μπας 2 λεωφορειάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |