Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minimàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [miniˈmale]

1 παραμικρός
2 ελάχιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minima minimalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minicomputer (ουσ αρσ )
miniera (θηλ.ουσ)
minigolf (ουσ αρσ )
minigonna (θηλ.ουσ)
minima (θηλ.ουσ)
minimale (αρσ. επίθ και ουσ)
minimalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
minimamente (επίρ.)
minimassimo, mini–massimo (ουσ αρσ )
minimizzare (ρ. μτβ.)
minimo (ουσ αρσ )
minimo (επίθ.)
minio (ουσ αρσ )
minisottomarino (ουσ αρσ )
ministeriale (επίθ.)
ministero (ουσ αρσ )
ministro (ουσ αρσ )
minoico (επίθ.)
minoranza (θηλ.ουσ)
minorare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---