Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [minoˈrare]

1 καθιστώ ανίκανο
2 εξουδετερώνω
3 ζημιώνω
4 αδυνατίζω
5 βλάπτω
6 μειώνω
7 ελαττώνω
8 υποβαθμίζω
9 σμικρύνω
10 λιγοστεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minoranza minorasco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ministeriale (επίθ.)
ministero (ουσ αρσ )
ministro (ουσ αρσ )
minoico (επίθ.)
minoranza (θηλ.ουσ)
minorare (ρ. μτβ.)
minorasco (ουσ αρσ )
minorato (ουσ αρσ )
minorato (επίθ.)
minorazione (θηλ.ουσ)
minore (ουσ αρσ και θηλ.)
minore (επίθ.)
minorenne (ουσ αρσ και θηλ.)
minorenne (επίθ.)
minorile (επίθ.)
minorita (αρσ. επίθ και ουσ)
minorità (θηλ.ουσ)
minoritario (επίθ.)
minoritico (επίθ.)
minosse (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---