Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόminorìta
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [minoˈrita] Φραγκισκανός minorità ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [minoriˈta] 1 νεότητα 2 έλλειψη ωριμότητας 3 ανηλικιότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |