Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minùscolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [miˈnuskolo]

μικρό γράμμα

minùscolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [miˈnuskolo]

μικροσκοπικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minuscola minuta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minotauro (ουσ αρσ )
minuendo (ουσ αρσ )
minuetto (ουσ αρσ )
minugia (θηλ.ουσ)
minuscola (θηλ.ουσ)
minuscolo (ουσ αρσ )
minuscolo (επίθ.)
minuta (θηλ.ουσ)
minutaglia (θηλ.ουσ)
minutamente (επίρ.)
minutante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
minutare (ρ. μτβ.)
minuteria (θηλ.ουσ)
minutezza (θηλ.ουσ)
minuto (ουσ αρσ )
minuto (επίθ.)
minuzia (θηλ.ουσ)
minuziosaggine (θηλ.ουσ)
minuziosamente (επίρ.)
minuziosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---