Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minutànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [minuˈtante]

1 μεταπουλητής
2 μεταπράτης
3 μικρέμπορος
4 λιανικός πωλητής
5 αντιγραφέας
6 εμποράκος
7 έμπορος λιανικής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minutamente minutare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minuscolo (ουσ αρσ )
minuscolo (επίθ.)
minuta (θηλ.ουσ)
minutaglia (θηλ.ουσ)
minutamente (επίρ.)
minutante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
minutare (ρ. μτβ.)
minuteria (θηλ.ουσ)
minutezza (θηλ.ουσ)
minuto (ουσ αρσ )
minuto (επίθ.)
minuzia (θηλ.ουσ)
minuziosaggine (θηλ.ουσ)
minuziosamente (επίρ.)
minuziosità (θηλ.ουσ)
minuzioso (επίθ.)
minuzzaglia (θηλ.ουσ)
minuzzolo (ουσ αρσ e επίρ.)
minzione (θηλ.ουσ)
mio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---