Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minùzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈnuttsja]

1 ασημαντότητα
2 μπαγκατέλα
3 ασήμαντη λεπτομέρεια
4 ασήμαντο πράγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minuto minuziosaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minutare (ρ. μτβ.)
minuteria (θηλ.ουσ)
minutezza (θηλ.ουσ)
minuto (ουσ αρσ )
minuto (επίθ.)
minuzia (θηλ.ουσ)
minuziosaggine (θηλ.ουσ)
minuziosamente (επίρ.)
minuziosità (θηλ.ουσ)
minuzioso (επίθ.)
minuzzaglia (θηλ.ουσ)
minuzzolo (ουσ αρσ e επίρ.)
minzione (θηλ.ουσ)
mio (επίθ.)
mio (αντων.)
miocardia (θηλ.ουσ)
miocardico (επίθ.)
miocardio (ουσ αρσ )
miocardite (θηλ.ουσ)
miocene (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---