Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miocàrdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mioˈkardjo]

μυοκάρδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miocardico miocardite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minzione (θηλ.ουσ)
mio (επίθ.)
mio (αντων.)
miocardia (θηλ.ουσ)
miocardico (επίθ.)
miocardio (ουσ αρσ )
miocardite (θηλ.ουσ)
miocene (ουσ αρσ )
miocenico (ουσ αρσ )
miocenico (επίθ.)
miografia (θηλ.ουσ)
miografo (ουσ αρσ )
miologia (θηλ.ουσ)
miologico (επίθ.)
mioma (ουσ αρσ )
miopatia (θηλ.ουσ)
miopatico (αρσ. επίθ και ουσ)
miope (ουσ αρσ και θηλ.)
miope (επίθ.)
miopia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---