Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mìope  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmiope]

1 πρόσωπο κοντόθωρο
2 μύωψ
3 μύωπας

mìope  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmiope]

μυωπικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miopatico miopia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miologia (θηλ.ουσ)
miologico (επίθ.)
mioma (ουσ αρσ )
miopatia (θηλ.ουσ)
miopatico (αρσ. επίθ και ουσ)
miope (ουσ αρσ και θηλ.)
miope (επίθ.)
miopia (θηλ.ουσ)
miopico (επίθ.)
mioressia (θηλ.ουσ)
miorilassante (επίθ.)
miorressi (θηλ.ουσ)
miosclerosi (θηλ.ουσ)
miosi (θηλ.ουσ)
miosina (θηλ.ουσ)
miosotide (ουσ αρσ και θηλ.)
miotonia (θηλ.ουσ)
mira (θηλ.ουσ)
mirabile (θηλ. επίθ και ουσ)
mirabilia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---