Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miràbile  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [miˈrabile]

1 επαινετός
2 θαυμάσιος
3 θαυμαστός
4 αγαστός
5 αξιοθαύμαστος
6 αξιότιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mira mirabilia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miosi (θηλ.ουσ)
miosina (θηλ.ουσ)
miosotide (ουσ αρσ και θηλ.)
miotonia (θηλ.ουσ)
mira (θηλ.ουσ)
mirabile (θηλ. επίθ και ουσ)
mirabilia (θηλ.ουσ)
mirabolante (επίθ.)
miracolato (ουσ αρσ )
miracolato (επίθ.)
miracolo (ουσ αρσ )
miracolosamente (επίρ.)
miracoloso (επίθ.)
miraggio (ουσ αρσ )
mirare (ρ.αμτβ.)
mirare (ρ. μτβ.)
mirarsi (ρ.μ. (αντων.))
miriade (θηλ.ουσ)
miriametro (ουσ αρσ )
miriapode (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---