Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmiràre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [miˈrare] σκοπεύω, σημαδεύω, στοχεύω miràre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [miˈrare] 1 ενατενίζω 2 ατενίζω 3 θαυμάζω mirarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [miˈrarsi] κοιτάζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |