Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mirìfico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [miˈrifiko]

1 καταπληκτικός
2 θαυμάσιος
3 εξαιρετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mirice miringe  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miriametro (ουσ αρσ )
miriapode (ουσ αρσ )
miriapodo (ουσ αρσ )
mirica (θηλ.ουσ)
mirice (θηλ.ουσ)
mirifico (επίθ.)
miringe (θηλ.ουσ)
miringite (θηλ.ουσ)
mirino (ουσ αρσ )
miristica (θηλ.ουσ)
mirmecofago (επίθ.)
mirmecofilia (θηλ.ουσ)
mirmecofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
mirmecologia (θηλ.ουσ)
mirmecologo (ουσ αρσ )
mirmidone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Mirone (κύρ.όν. αρσ.)
mirra (θηλ.ουσ)
mirteo (επίθ.)
mirteto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---