Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mirmecòfilo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [mirmeˈkɔfilo]

μυρμηγκόφιλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mirmecofilia mirmecologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miringite (θηλ.ουσ)
mirino (ουσ αρσ )
miristica (θηλ.ουσ)
mirmecofago (επίθ.)
mirmecofilia (θηλ.ουσ)
mirmecofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
mirmecologia (θηλ.ουσ)
mirmecologo (ουσ αρσ )
mirmidone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Mirone (κύρ.όν. αρσ.)
mirra (θηλ.ουσ)
mirteo (επίθ.)
mirteto (ουσ αρσ )
mirtillo (ουσ αρσ )
mirto (ουσ αρσ )
misantropia (θηλ.ουσ)
misantropico (επίθ.)
misantropo (ουσ αρσ )
misantropo (επίθ.)
miscela (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---