Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mirìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈriʧe]

θάμνος γένους tamarix


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mirica mirifico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miriade (θηλ.ουσ)
miriametro (ουσ αρσ )
miriapode (ουσ αρσ )
miriapodo (ουσ αρσ )
mirica (θηλ.ουσ)
mirice (θηλ.ουσ)
mirifico (επίθ.)
miringe (θηλ.ουσ)
miringite (θηλ.ουσ)
mirino (ουσ αρσ )
miristica (θηλ.ουσ)
mirmecofago (επίθ.)
mirmecofilia (θηλ.ουσ)
mirmecofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
mirmecologia (θηλ.ουσ)
mirmecologo (ουσ αρσ )
mirmidone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Mirone (κύρ.όν. αρσ.)
mirra (θηλ.ουσ)
mirteo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---