Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [miˈradʤo]

1 οφθαλμαπάτη
2 χίμαιρα
3 αντικατοπτρισμός
4 αντικαθρέφτισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miracoloso mirare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miracolato (ουσ αρσ )
miracolato (επίθ.)
miracolo (ουσ αρσ )
miracolosamente (επίρ.)
miracoloso (επίθ.)
miraggio (ουσ αρσ )
mirare (ρ.αμτβ.)
mirare (ρ. μτβ.)
mirarsi (ρ.μ. (αντων.))
miriade (θηλ.ουσ)
miriametro (ουσ αρσ )
miriapode (ουσ αρσ )
miriapodo (ουσ αρσ )
mirica (θηλ.ουσ)
mirice (θηλ.ουσ)
mirifico (επίθ.)
miringe (θηλ.ουσ)
miringite (θηλ.ουσ)
mirino (ουσ αρσ )
miristica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---