ItalianoGreco


miràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [miˈradʤo]

1 οφθαλμαπάτη
2 χίμαιρα
3 αντικατοπτρισμός
4 αντικαθρέφτισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---