Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miracolóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mirakoˈloso], [mirakoˈlozo]

1 συναρπαστικός
2 πρωτοφανής
3 τρομακτικός
4 φοβερός
5 τρομερός
6 εξαιρετικός
7 υπερφυσικός
8 θαυμαστός
9 θαυματουργικός
10 θαυμάσιος
11 θαυματουργός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miracolosamente miraggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mirabolante (επίθ.)
miracolato (ουσ αρσ )
miracolato (επίθ.)
miracolo (ουσ αρσ )
miracolosamente (επίρ.)
miracoloso (επίθ.)
miraggio (ουσ αρσ )
mirare (ρ.αμτβ.)
mirare (ρ. μτβ.)
mirarsi (ρ.μ. (αντων.))
miriade (θηλ.ουσ)
miriametro (ουσ αρσ )
miriapode (ουσ αρσ )
miriapodo (ουσ αρσ )
mirica (θηλ.ουσ)
mirice (θηλ.ουσ)
mirifico (επίθ.)
miringe (θηλ.ουσ)
miringite (θηλ.ουσ)
mirino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---