ItalianoGreco


miracolóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mirakoˈloso], [mirakoˈlozo]

1 συναρπαστικός
2 πρωτοφανής
3 τρομακτικός
4 φοβερός
5 τρομερός
6 εξαιρετικός
7 υπερφυσικός
8 θαυμαστός
9 θαυματουργικός
10 θαυμάσιος
11 θαυματουργός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---