Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmiracolàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mirakoˈlato] πρόσωπο γιατρεμένο με θαύμα miracolàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [mirakoˈlato] γιατρεμένος με θαύμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |