Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miopatìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miopaˈtia]

Μυοπάθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mioma miopatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miografia (θηλ.ουσ)
miografo (ουσ αρσ )
miologia (θηλ.ουσ)
miologico (επίθ.)
mioma (ουσ αρσ )
miopatia (θηλ.ουσ)
miopatico (αρσ. επίθ και ουσ)
miope (ουσ αρσ και θηλ.)
miope (επίθ.)
miopia (θηλ.ουσ)
miopico (επίθ.)
mioressia (θηλ.ουσ)
miorilassante (επίθ.)
miorressi (θηλ.ουσ)
miosclerosi (θηλ.ουσ)
miosi (θηλ.ουσ)
miosina (θηλ.ουσ)
miosotide (ουσ αρσ και θηλ.)
miotonia (θηλ.ουσ)
mira (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---