Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miorilassànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,miorilasˈsante]

μυὶκό χαλαρωτικό φάρμακο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mioressia miorressi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miope (ουσ αρσ και θηλ.)
miope (επίθ.)
miopia (θηλ.ουσ)
miopico (επίθ.)
mioressia (θηλ.ουσ)
miorilassante (επίθ.)
miorressi (θηλ.ουσ)
miosclerosi (θηλ.ουσ)
miosi (θηλ.ουσ)
miosina (θηλ.ουσ)
miosotide (ουσ αρσ και θηλ.)
miotonia (θηλ.ουσ)
mira (θηλ.ουσ)
mirabile (θηλ. επίθ και ουσ)
mirabilia (θηλ.ουσ)
mirabolante (επίθ.)
miracolato (ουσ αρσ )
miracolato (επίθ.)
miracolo (ουσ αρσ )
miracolosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---