Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmiopìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mioˈpia] 1 αδυναμία του ματιού να βλέπει μακριά 2 μυωπία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |