Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miopìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mioˈpia]

1 αδυναμία του ματιού να βλέπει μακριά
2 μυωπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miope miopico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mioma (ουσ αρσ )
miopatia (θηλ.ουσ)
miopatico (αρσ. επίθ και ουσ)
miope (ουσ αρσ και θηλ.)
miope (επίθ.)
miopia (θηλ.ουσ)
miopico (επίθ.)
mioressia (θηλ.ουσ)
miorilassante (επίθ.)
miorressi (θηλ.ουσ)
miosclerosi (θηλ.ουσ)
miosi (θηλ.ουσ)
miosina (θηλ.ουσ)
miosotide (ουσ αρσ και θηλ.)
miotonia (θηλ.ουσ)
mira (θηλ.ουσ)
mirabile (θηλ. επίθ και ουσ)
mirabilia (θηλ.ουσ)
mirabolante (επίθ.)
miracolato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---