Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miocènico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mioˈʧɛniko]

μειόκαινος περίοδος

miocènico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mioˈʧɛniko]

μειόκαινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miocene miografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miocardia (θηλ.ουσ)
miocardico (επίθ.)
miocardio (ουσ αρσ )
miocardite (θηλ.ουσ)
miocene (ουσ αρσ )
miocenico (ουσ αρσ )
miocenico (επίθ.)
miografia (θηλ.ουσ)
miografo (ουσ αρσ )
miologia (θηλ.ουσ)
miologico (επίθ.)
mioma (ουσ αρσ )
miopatia (θηλ.ουσ)
miopatico (αρσ. επίθ και ουσ)
miope (ουσ αρσ και θηλ.)
miope (επίθ.)
miopia (θηλ.ουσ)
miopico (επίθ.)
mioressia (θηλ.ουσ)
miorilassante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---