Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minùzzolo  
ουσιαστικό αρσενικό e επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [miˈnuttsolo]

1 θρύμμα
2 μπουκιά
3 σύντριμμα
4 περίτριμμα
5 κομματάκι
6 τρίμμα
7 θρύψαλο
8 ψίχουλο
9 κομμάτι μικρό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minuzzaglia minzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minuziosaggine (θηλ.ουσ)
minuziosamente (επίρ.)
minuziosità (θηλ.ουσ)
minuzioso (επίθ.)
minuzzaglia (θηλ.ουσ)
minuzzolo (ουσ αρσ e επίρ.)
minzione (θηλ.ουσ)
mio (επίθ.)
mio (αντων.)
miocardia (θηλ.ουσ)
miocardico (επίθ.)
miocardio (ουσ αρσ )
miocardite (θηλ.ουσ)
miocene (ουσ αρσ )
miocenico (ουσ αρσ )
miocenico (επίθ.)
miografia (θηλ.ουσ)
miografo (ουσ αρσ )
miologia (θηλ.ουσ)
miologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---