ItalianoGreco


minùzzolo  
ουσιαστικό αρσενικό e επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [miˈnuttsolo]

1 θρύμμα
2 μπουκιά
3 σύντριμμα
4 περίτριμμα
5 κομματάκι
6 τρίμμα
7 θρύψαλο
8 ψίχουλο
9 κομμάτι μικρό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---