Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minuziosaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [minuttsjosaˈmente]

1 παντελώς
2 με το νι και με το σίγμα
3 προσεκτικά
4 λεπτομερώς
5 σχολαστικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minuziosaggine minuziosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minutezza (θηλ.ουσ)
minuto (ουσ αρσ )
minuto (επίθ.)
minuzia (θηλ.ουσ)
minuziosaggine (θηλ.ουσ)
minuziosamente (επίρ.)
minuziosità (θηλ.ουσ)
minuzioso (επίθ.)
minuzzaglia (θηλ.ουσ)
minuzzolo (ουσ αρσ e επίρ.)
minzione (θηλ.ουσ)
mio (επίθ.)
mio (αντων.)
miocardia (θηλ.ουσ)
miocardico (επίθ.)
miocardio (ουσ αρσ )
miocardite (θηλ.ουσ)
miocene (ουσ αρσ )
miocenico (ουσ αρσ )
miocenico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---