Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόminùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [miˈnuto] το λεπτό minùto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [miˈnuto] 1 λεπτό (της ώρας) 2 λιανική πώληση 3 μικρή ποσότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |