Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minóre  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈnore]

ο ανήλικος

minóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [miˈnore]

1 (di numero) μικρότερος (-η, -ο)
2 (d'importanza) λιγότερος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minorazione minorenne  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Asia [θηλ.] Minore = η Μικρά Ασία || vietato ai minori di 18 anni = απαγορεύεται στους κάτω των 18 ετών


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minorare (ρ. μτβ.)
minorasco (ουσ αρσ )
minorato (ουσ αρσ )
minorato (επίθ.)
minorazione (θηλ.ουσ)
minore (ουσ αρσ και θηλ.)
minore (επίθ.)
minorenne (ουσ αρσ και θηλ.)
minorenne (επίθ.)
minorile (επίθ.)
minorita (αρσ. επίθ και ουσ)
minorità (θηλ.ουσ)
minoritario (επίθ.)
minoritico (επίθ.)
minosse (ουσ αρσ )
minotauro (ουσ αρσ )
minuendo (ουσ αρσ )
minuetto (ουσ αρσ )
minugia (θηλ.ουσ)
minuscola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---