Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minorènne  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [minoˈrɛnne]

ο ανήλικος

minorènne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [minoˈrɛnne]

ανήλικος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minore minorile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minorato (ουσ αρσ )
minorato (επίθ.)
minorazione (θηλ.ουσ)
minore (ουσ αρσ και θηλ.)
minore (επίθ.)
minorenne (ουσ αρσ και θηλ.)
minorenne (επίθ.)
minorile (επίθ.)
minorita (αρσ. επίθ και ουσ)
minorità (θηλ.ουσ)
minoritario (επίθ.)
minoritico (επίθ.)
minosse (ουσ αρσ )
minotauro (ουσ αρσ )
minuendo (ουσ αρσ )
minuetto (ουσ αρσ )
minugia (θηλ.ουσ)
minuscola (θηλ.ουσ)
minuscolo (ουσ αρσ )
minuscolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---