Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minìstro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [miˈnistro]

ο υπουργός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ministero minoico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minimo (επίθ.)
minio (ουσ αρσ )
minisottomarino (ουσ αρσ )
ministeriale (επίθ.)
ministero (ουσ αρσ )
ministro (ουσ αρσ )
minoico (επίθ.)
minoranza (θηλ.ουσ)
minorare (ρ. μτβ.)
minorasco (ουσ αρσ )
minorato (ουσ αρσ )
minorato (επίθ.)
minorazione (θηλ.ουσ)
minore (ουσ αρσ και θηλ.)
minore (επίθ.)
minorenne (ουσ αρσ και θηλ.)
minorenne (επίθ.)
minorile (επίθ.)
minorita (αρσ. επίθ και ουσ)
minorità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---