Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minorànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [minoˈrantsa]

η μειοψηφία, η μειονότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minoico minorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minisottomarino (ουσ αρσ )
ministeriale (επίθ.)
ministero (ουσ αρσ )
ministro (ουσ αρσ )
minoico (επίθ.)
minoranza (θηλ.ουσ)
minorare (ρ. μτβ.)
minorasco (ουσ αρσ )
minorato (ουσ αρσ )
minorato (επίθ.)
minorazione (θηλ.ουσ)
minore (ουσ αρσ και θηλ.)
minore (επίθ.)
minorenne (ουσ αρσ και θηλ.)
minorenne (επίθ.)
minorile (επίθ.)
minorita (αρσ. επίθ και ουσ)
minorità (θηλ.ουσ)
minoritario (επίθ.)
minoritico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---