Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minimizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [minimidˈdzare]

1 περιορίζω στο ελάχιστο
2 μικραίνω
3 ελαχιστοποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minimassimo, mini–massimo minimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minima (θηλ.ουσ)
minimale (αρσ. επίθ και ουσ)
minimalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
minimamente (επίρ.)
minimassimo, mini–massimo (ουσ αρσ )
minimizzare (ρ. μτβ.)
minimo (ουσ αρσ )
minimo (επίθ.)
minio (ουσ αρσ )
minisottomarino (ουσ αρσ )
ministeriale (επίθ.)
ministero (ουσ αρσ )
ministro (ουσ αρσ )
minoico (επίθ.)
minoranza (θηλ.ουσ)
minorare (ρ. μτβ.)
minorasco (ουσ αρσ )
minorato (ουσ αρσ )
minorato (επίθ.)
minorazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---