Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miniatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [minjaˈtore]

1 λεπτουργός
2 καλλιτέχνης μικρογραφίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miniare miniatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mingherlino (επίθ.)
mini (θηλ.ουσ)
mini (επίθ.)
miniappartamento (ουσ αρσ )
miniare (ρ. μτβ.)
miniatore (ουσ αρσ )
miniatura (θηλ. επίθ και ουσ)
miniaturista (ουσ αρσ και θηλ.)
miniaturizzare (ρ. μτβ.)
miniaturizzazione (θηλ.ουσ)
minibus (ουσ αρσ )
minicomputer (ουσ αρσ )
miniera (θηλ.ουσ)
minigolf (ουσ αρσ )
minigonna (θηλ.ουσ)
minima (θηλ.ουσ)
minimale (αρσ. επίθ και ουσ)
minimalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
minimamente (επίρ.)
minimassimo, mini–massimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---