Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόminiatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [minjaˈtore] 1 λεπτουργός 2 καλλιτέχνης μικρογραφίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |