Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mineralogìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mineraloˈʤista]

Μεταλλειολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mineralogico minerario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mineralizzare (ρ. μτβ.)
mineralizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
mineralizzazione (θηλ.ουσ)
mineralogia (θηλ.ουσ)
mineralogico (επίθ.)
mineralogista (ουσ αρσ και θηλ.)
minerario (επίθ.)
minerva (θηλ.ουσ)
minestra (θηλ.ουσ)
minestrina (θηλ.ουσ)
minestrone (ουσ αρσ )
mingere (ρ.αμτβ.)
mingherlino (επίθ.)
mini (θηλ.ουσ)
mini (επίθ.)
miniappartamento (ουσ αρσ )
miniare (ρ. μτβ.)
miniatore (ουσ αρσ )
miniatura (θηλ. επίθ και ουσ)
miniaturista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---