Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mammùt (αρσ. επίθ και ουσ) mancìno (ουσ αρσ )
manager (ουσ αρσ ) mancìno (επίθ.)
manageriàle (επίθ.) Manciùria (θηλ.ουσ)
manaiuòla (θηλ.ουσ) manciuriàno (αρσ. επίθ και ουσ)
manàle (ουσ αρσ ) mànco (επίθ. e επίρ.)
manàta (θηλ.ουσ) mànco (επίρ.)
manàto (ουσ αρσ ) mandamentàle (επίθ.)
mànca (θηλ.ουσ) mandaménto (ουσ αρσ )
mancaménto (ουσ αρσ ) mandànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mancànte (ουσ αρσ και θηλ.) mandaràncio (ουσ αρσ )
mancànte (επίθ.) mandàre (ρ. μτβ.)
mancànza (θηλ.ουσ) mandarinàto (ουσ αρσ )
mancàre (ρ.αμτβ.) mandarìno (ουσ αρσ )
mancàre (ρ. μτβ.) mandàta (θηλ.ουσ)
mancàto (επίθ.) mandatàrio (ουσ αρσ )
mancése (ουσ αρσ και θηλ.) mandàto (ουσ αρσ )
mancése (επίθ.) mandìbola (θηλ.ουσ)
manche (θηλ.ουσ) mandibolàre (επίθ.)
manchévole (επίθ.) mandòla (θηλ.ουσ)
manchevolèzza (θηλ.ουσ) mandolinàta (θηλ.ουσ)
mància (θηλ.ουσ) mandolinìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
manciàta (θηλ.ουσ) mandolìno (ουσ αρσ )
mancìna (θηλ.ουσ) màndorla (θηλ.ουσ)
mancinèlla (θηλ.ουσ) mandorlàto (ουσ αρσ )
mancinìsmo (ουσ αρσ ) mandorlàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: