Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmancése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [manˈʧese], [manˈʧeze] κάτοικος της Μαντζουρίας mancése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [manˈʧese], [manˈʧeze] μαντζουριανός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |