Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manche  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmanʃ]

1 σειρά προκριματικών αγώνων
2 παρτίδα χαρτιών
3 λαβή του σκι
4 προκριματικός γύρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mancese manchevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mancare (ρ.αμτβ.)
mancare (ρ. μτβ.)
mancato (επίθ.)
mancese (ουσ αρσ και θηλ.)
mancese (επίθ.)
manche (θηλ.ουσ)
manchevole (επίθ.)
manchevolezza (θηλ.ουσ)
mancia (θηλ.ουσ)
manciata (θηλ.ουσ)
mancina (θηλ.ουσ)
mancinella (θηλ.ουσ)
mancinismo (ουσ αρσ )
mancino (ουσ αρσ )
mancino (επίθ.)
Manciuria (θηλ.ουσ)
manciuriano (αρσ. επίθ και ουσ)
manco (επίθ. e επίρ.)
manco (επίρ.)
mandamentale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---