Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmancìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [manˈʧino] ο/η αριστερόχειρας mancìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [manˈʧino] 1 πανούργος 2 αριστερόχειρας 3 επίβουλος 4 άπιστος 5 αναξιόπιστος 6 δολερός 7 δόλιος 8 αριστερός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |