Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mandarinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mandariˈnato]

1 σώμα μανδαρίνων
2 γραφειοκρατία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mandare mandarino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mandamentale (επίθ.)
mandamento (ουσ αρσ )
mandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mandarancio (ουσ αρσ )
mandare (ρ. μτβ.)
mandarinato (ουσ αρσ )
mandarino (ουσ αρσ )
mandata (θηλ.ουσ)
mandatario (ουσ αρσ )
mandato (ουσ αρσ )
mandibola (θηλ.ουσ)
mandibolare (επίθ.)
mandola (θηλ.ουσ)
mandolinata (θηλ.ουσ)
mandolinista (ουσ αρσ και θηλ.)
mandolino (ουσ αρσ )
mandorla (θηλ.ουσ)
mandorlato (ουσ αρσ )
mandorlato (επίθ.)
mandorleto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---