Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mandàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [manˈdato]

το ένταλμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mandatario mandibola  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mandato [αρσ.] d'arresto = το ένταλμα σύλληψης || mandato [αρσ.] di cattura = το ένταλμα σύλληψης || mandato [αρσ.] di perquisizione = το ένταλμα ερεύνης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mandare (ρ. μτβ.)
mandarinato (ουσ αρσ )
mandarino (ουσ αρσ )
mandata (θηλ.ουσ)
mandatario (ουσ αρσ )
mandato (ουσ αρσ )
mandibola (θηλ.ουσ)
mandibolare (επίθ.)
mandola (θηλ.ουσ)
mandolinata (θηλ.ουσ)
mandolinista (ουσ αρσ και θηλ.)
mandolino (ουσ αρσ )
mandorla (θηλ.ουσ)
mandorlato (ουσ αρσ )
mandorlato (επίθ.)
mandorleto (ουσ αρσ )
mandorliero (επίθ.)
mandorlo (ουσ αρσ )
mandragola (θηλ.ουσ)
mandragora (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---