ItalianoGreco


mandàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [manˈdato]

το ένταλμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mandato [αρσ.] d'arresto = το ένταλμα σύλληψης || mandato [αρσ.] di cattura = το ένταλμα σύλληψης || mandato [αρσ.] di perquisizione = το ένταλμα ερεύνης



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---