Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màndorla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmandorla]

το μύγδαλο, το αμύγδαλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mandolino mandorlato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mandibolare (επίθ.)
mandola (θηλ.ουσ)
mandolinata (θηλ.ουσ)
mandolinista (ουσ αρσ και θηλ.)
mandolino (ουσ αρσ )
mandorla (θηλ.ουσ)
mandorlato (ουσ αρσ )
mandorlato (επίθ.)
mandorleto (ουσ αρσ )
mandorliero (επίθ.)
mandorlo (ουσ αρσ )
mandragola (θηλ.ουσ)
mandragora (θηλ.ουσ)
mandria (θηλ.ουσ)
mandriano (ουσ αρσ )
mandrillo (ουσ αρσ )
mandrinaggio (ουσ αρσ )
mandrinato (επίθ.)
mandrinatura (θηλ.ουσ)
mandrino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---