ItalianoGreco


mandriàno, mandriàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [manˈdrjano], [mandriˈano]

1 βουκόλος
2 τσοπάνης
3 μπιστικός
4 βοσκός
5 ποιμήν
6 ποιμενάρχης
7 πιστικός
8 προβατάρης
9 ποιμένας
10 τσομπάνος
11 ποιμνιοτρόφος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---