Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmandrìtta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [manˈdritta] 1 δεξιά πλευρά 2 δεξιά 3 δεξί χέρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |