Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maneggevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [manedʤevoˈlettsa]

1 ευκολία χειρισμού
2 χρηστικότητα
3 ευπείθεια
4 κουμαντάρισμα
5 ευχρηστία
6 συμμόρφωση
7 συγκαταβατικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maneggevole maneggiabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mandrino (ουσ αρσ )
mandritta (θηλ.ουσ)
manducare (ρ. μτβ.)
mane (θηλ.ουσ)
maneggevole (επίθ.)
maneggevolezza (θηλ.ουσ)
maneggiabile (επίθ.)
maneggiare (ρ. μτβ.)
maneggiatore (ουσ αρσ )
maneggio (ουσ αρσ )
maneggio (ουσ αρσ )
maneggione (ουσ αρσ )
manesco (επίθ.)
manetta (θηλ. ουσ πληθ.)
manfrina (θηλ.ουσ)
manganare (ρ. μτβ.)
manganato (ουσ αρσ )
manganatura (θηλ.ουσ)
manganella (θηλ.ουσ)
manganellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---