Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manganàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mangaˈnato]

άλας υπεροξειδίου μαγγανίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manganare manganatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maneggione (ουσ αρσ )
manesco (επίθ.)
manetta (θηλ. ουσ πληθ.)
manfrina (θηλ.ουσ)
manganare (ρ. μτβ.)
manganato (ουσ αρσ )
manganatura (θηλ.ουσ)
manganella (θηλ.ουσ)
manganellare (ρ. μτβ.)
manganellata (θηλ.ουσ)
manganello (ουσ αρσ )
manganese (ουσ αρσ )
manganico (επίθ.)
manganina (θηλ.ουσ)
manganite (θηλ.ουσ)
mangano (ουσ αρσ )
manganoso (επίθ.)
mangereccio (επίθ.)
mangeria (θηλ.ουσ)
mangiabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---