Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmanganèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mangaˈnɛllo] 1 κόπανος 2 κλομπ 3 ματσούκι 4 ραβδί με χοντρή άκρη 5 τοπούζι 6 στειλιάρι 7 ρόπαλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |