Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmangiacàrte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,manʤaˈkarte] 1 στρεψοδίκης 2 δικολάβος 3 δικηγορίσκος 4 δικηγοράκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |