Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mangiatóia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [manʤaˈtoja]

1 τραπέζι (ειρωνικά)
2 πηγή κέρδους
3 φάτνη
4 παχνί
5 σκαφίδι με ζωοτροφές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mangiata mangiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mangiapreti (ουσ αρσ και θηλ.)
mangiare (ουσ αρσ )
mangiare (ρ. μτβ.)
mangiarino (ουσ αρσ )
mangiata (θηλ.ουσ)
mangiatoia (θηλ.ουσ)
mangiatore (ουσ αρσ )
mangiatutto (ουσ αρσ και θηλ.)
mangiaufo (ουσ αρσ και θηλ.)
mangime (ουσ αρσ )
mangione (ουσ αρσ )
mangiucchiare (ρ. μτβ.)
mango (ουσ αρσ )
mangosta (θηλ.ουσ)
mangostano (ουσ αρσ )
mangrovia (θηλ.ουσ)
mangusta (θηλ.ουσ)
mani (ουσ αρσ πληθ.)
mania (θηλ.ουσ)
maniacale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---