Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mangiatùtto  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,manʤaˈtutto]

1 φαταούλας
2 σπάταλος
3 καλοφαγάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mangiatore mangiaufo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mangiare (ρ. μτβ.)
mangiarino (ουσ αρσ )
mangiata (θηλ.ουσ)
mangiatoia (θηλ.ουσ)
mangiatore (ουσ αρσ )
mangiatutto (ουσ αρσ και θηλ.)
mangiaufo (ουσ αρσ και θηλ.)
mangime (ουσ αρσ )
mangione (ουσ αρσ )
mangiucchiare (ρ. μτβ.)
mango (ουσ αρσ )
mangosta (θηλ.ουσ)
mangostano (ουσ αρσ )
mangrovia (θηλ.ουσ)
mangusta (θηλ.ουσ)
mani (ουσ αρσ πληθ.)
mania (θηλ.ουσ)
maniacale (επίθ.)
maniaco (ουσ αρσ )
maniaco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---