Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàngo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmango] 1 μάγκο mangifera indica 2 μάγκο (τροπικό φρούτο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |