Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màngo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmango]

1 μάγκο mangifera indica
2 μάγκο (τροπικό φρούτο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mangiucchiare mangosta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mangiatutto (ουσ αρσ και θηλ.)
mangiaufo (ουσ αρσ και θηλ.)
mangime (ουσ αρσ )
mangione (ουσ αρσ )
mangiucchiare (ρ. μτβ.)
mango (ουσ αρσ )
mangosta (θηλ.ουσ)
mangostano (ουσ αρσ )
mangrovia (θηλ.ουσ)
mangusta (θηλ.ουσ)
mani (ουσ αρσ πληθ.)
mania (θηλ.ουσ)
maniacale (επίθ.)
maniaco (ουσ αρσ )
maniaco (επίθ.)
manica (θηλ.ουσ)
manicaio (ουσ αρσ )
manicaretto (ουσ αρσ )
manicheismo (ουσ αρσ )
manicheo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---