ItalianoGreco


manicheìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [manikeˈizmo]

1 κάθε θεωρία που δέχεται 2 αρχές (καλό και κακό)
2 θεωρία ύπαρξης του καλού και του κακού
3 μανιχαὶσμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---