Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mànica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmanika]

το μανίκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maniaco manicaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mani (ουσ αρσ πληθ.)
mania (θηλ.ουσ)
maniacale (επίθ.)
maniaco (ουσ αρσ )
maniaco (επίθ.)
manica (θηλ.ουσ)
manicaio (ουσ αρσ )
manicaretto (ουσ αρσ )
manicheismo (ουσ αρσ )
manicheo (ουσ αρσ )
manicheo (επίθ.)
manichetta (θηλ.ουσ)
manichino (ουσ αρσ )
manico (ουσ αρσ και θηλ.)
manicomiale (επίθ.)
manicomio (ουσ αρσ )
manicotto (ουσ αρσ )
manicure (ουσ αρσ και θηλ.)
maniera (θηλ.ουσ)
manieratamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---