Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


manichèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maniˈkɛo]

Μανιχαίος

manichèo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maniˈkɛo]

1 μανιχαὶκός
2 μανιχαίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  manicheismo manichetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maniaco (επίθ.)
manica (θηλ.ουσ)
manicaio (ουσ αρσ )
manicaretto (ουσ αρσ )
manicheismo (ουσ αρσ )
manicheo (ουσ αρσ )
manicheo (επίθ.)
manichetta (θηλ.ουσ)
manichino (ουσ αρσ )
manico (ουσ αρσ και θηλ.)
manicomiale (επίθ.)
manicomio (ουσ αρσ )
manicotto (ουσ αρσ )
manicure (ουσ αρσ και θηλ.)
maniera (θηλ.ουσ)
manieratamente (επίρ.)
manierato (επίθ.)
manierismo (ουσ αρσ )
manierista (ουσ αρσ και θηλ.)
manieristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---